- ἐπανέβη
- ἐπαναβαίνωget up onaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανεβαίνω — ἐπανεβαίνω (Μ) (γ πρόσ.) 1. φθάνει, πλησιάζει κάτι («σὲ ἐπανέβη ὁ θάνατος», Διγεν. Ακρ.) 2. συμβαίνει κάτι («καὶ ἄλλον σύμβαμα ὁποὺ τοὺς ἐπανέβην», Χρον. Τόκ.) … Dictionary of Greek